- άστυφτος
- η , ο невыжатый;
άστυφτο λεμόνι — невыжатый лимон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άστυφτο λεμόνι — невыжатый лимон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άστυφτος — η, ο βλ. άστειφτος … Dictionary of Greek
άστυφτος — η, ο αυτός που δεν τον έστυψαν, δεν τον ζούλησαν για να βγει ο χυμός του ή το νερό του: Άπλωσε τα ρούχα άστυφτα, γιατί τα χέρια της πονούσαν και δεν είχε πια δύναμη να τα στύψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άστειφτος — και άστυφτος και άστυφος, η, ο εκείνος που δεν έχει στειφτεί, που δεν τον έχουν στραγγίσει («άστειφτο λεμόνι», «άστειφτα ρούχα», «άστειφτο σφουγγάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με ει προέρχεται από την ετυμολόγηση του τ. άστειφτος < στείβω «πατώ,… … Dictionary of Greek